Η Κατάληψη ως πράξη κοινωνικού μετασχηματισμού (κείμενα+audio)

Η Κατάληψη ως πράξη κοινωνικού μετασχηματισμού (κείμενα+audio)

Την Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020 η Αυτενέργεια κάλεσε σε εκδήλωση-συζήτηση για το θέμα των καταλήψεων. Στην πολύωρη κουβέντα που ακολούθησε ακούσαμε τις σκέψεις και την εμπειρία συμμετεχόντων από τρεις διαφορετικές μεταξύ τους καταλήψεις: αυτή της ΒΙΟΜΕ στη Θεσσαλονίκη, της Πάτμου και Καραβία στην Αθήνα και της Rosa Nera στα Χανιά.

Παρακάτω η εισήγηση της Αυτενέργειας που ακούστηκε στην αρχή της συζήτησης:

Τους τελευταίους μήνες οι καταλήψεις και η πάταξή τους φαίνεται να αποτελούν κεντρικό πολιτικό ζήτημα της κρατικής εξουσίας. Οι παραφιλολογίες και η τρομολαγνεία των Μ.Μ.Ε. συμπληρώνουν το όλο σκηνικό. Δεν ξεχνούμε φυσικά και το γεγονός πως η απαξίωση του κινήματος στον δημόσιο λόγο καθώς και η εκκένωση των καταλήψεων αποτέλεσαν πρακτικές που εφαρμόστηκαν αυστηρά και από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. 

Το σημερινό, λοιπόν, δόγμα έχει το όνομα «κανονικότητα» και φέρει την ιδιώτευση ως πρότυπο. Στοχεύει στον εξευγενισμό-αποστείρωση των πόλεων, στην κυριαρχία της ιδιωτικής σφαίρας αλλά και εν γένει στη λείανση των κοινωνικών αντιστάσεων και στην εξάλειψη κάθε αδιαμεσολάβητης δραστηριότητας των πολιτών. Αυτό που τίθεται εν τέλει στο στόχαστρο είναι η ίδια η έννοια του πολίτη και η άμεση -χωρίς μεσάζοντες- ενασχόλησή του με την πολιτική.

Με αυτή την έννοια, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η αλληλεγγύη όλων μας στις καταλήψεις ενάντια στη νέα αυτή κρατική επίθεση που δέχονται, με το πρόσχημα της ύπαρξης ανομίας και παραβατικότητας εντός τους -που ξεφέυγει της «κανονικότητας» δηλαδή. Παρ’ όλα τα προβλήματα διαχείρισης, ασυνέπειας ή κλειστότητας που κάποιες καταλήψεις μπορεί ίσως να αντιμετωπίζουν, και ως προς αυτό δεν κλείνουμε τα μάτια, θεωρούμε πως όλα αυτά είναι ζητήματα που θα μπορούσαν ίσως -ή θα άρμοζε τουλάχιστον- να ξεπεραστούν συλλογικά και από-τα-κάτω. Από συλλογικές, δηλαδή, θεσμίσεις κοινωνικού ελέγχου, όλων των ανθρώπων που ζουν, συμμετέχουν ή επηρεάζονται από τη ζωή ενός κατειλημμένου χώρου.

Αντιθέτως, είναι άτοπο να νομίζει κανείς ότι θα επιβάλλει κάποιου είδους τάξη το Κράτος, μία ετερόνομη και διαχωρισμένη από την κοινωνία δομή, που δεν δίνει λόγο σε κανέναν μας. Ιδιαιτέρως, η παρούσα κυβέρνηση της ΝΔ, που υπόσχεται νοικοκυροσύνη και τάξη, αποτελεί ένα πραγματικό άνδρο ανομίας, παραβατικότητας και κακοδιαχειρίσης, η οποία μάλιστα, μην μπορώντας να διαχειριστεί ούτε τα οικονομικά της, έχει φτάσει πλέον το κομματικό της χρέος κοντά στα 300 εκατομμύρια ευρώ! Βλέπουμε εδώ πως η ανομία και η εξουσία βρίσκονται πάντοτε σε μία διαλεκτική σχέση μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, η ύπαρξη ανομίας επιτρέπεται ακριβώς σε αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή της εκάστοτε πυραμίδας, εξαιτίας του ότι οι πράξεις τους βρίσκονται υπεράνω οποιουδήποτε άμεσου κοινωνικού ελέγχου. Αυτή η ανομία αποτελεί προϊόν των άνωθεν μηχανισμών και θεσμισμένων ιεραρχιών. Άρα, είναι παράλογο τέτοιες δομές να υποστηρίζουν ότι παλεύουν με τη λεγόμενη ανομία.

Για να γυρίσουμε λοιπόν στο ζήτημα των καταλήψεων, ξεκινούμε λέγοντας πως η κατάληψη είτε απλών κτηρίων είτε ολόκληρων περιοχών γης αποτελεί μία κοινωνική πρακτική δεκαετιών διεθνώς. Άλλοτε ως ένα πρόσκαιρο μέσο αγώνα και πίεσης, άλλοτε ως μία δημιουργία μόνιμων αυτόνομων ζωνών προς υπεράσπιση (όπως το γαλλικό παράδειγμα της ZAD). Οι μόνιμες καταλήψεις εδαφών ξεκίνησαν στο εξωτερικό τη δεκαετία του ’60, είτε ως χώροι στέγασης είτε ως κοινωνικά κέντρα. Στη χώρα μας ξεκινούν από τη δεκαετία του ’80, με αυτή στη Βαλτετσίου στα Εξάρχεια να αποτελεί ίσως την πρώτη κατάληψη. Στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούσαν ένα κέντρο πολιτιστικής και μουσικής υποκουλτούρας, μία αντίδραση στην κυρίαρχη τάξη.

Η γενικότερη, όμως, συμβολή τους στον μετασχηματισμό της κοινωνίας αποδεικνύεται συχνά σημαντική, ιδίως σε περιπτώσεις όπου δεν λειτουργούν ως αυτοσκοπός κάποιας ιδεολογικής ηγεμονίας αλλά μετασχηματίζουν το εδώ και τώρα ολόκληρων των γειτονιών όπου βρισκονται. Προτάσσοντας και προεικονίζοντας έναν άλλο τρόπο κοινωνικής οργάνωσης, αναδημιουργούν τον δημόσιο χώρο και αλλάζουν την αρχιτεκτονική των πόλεων. Επιπλέον, δημιουργούν κοινωνικούς δεσμούς συντροφικότητας και ελεύθερης συνύπαρξης των ατόμων. Ίσως με αφορμή την ιδιαίτερη περίπτωση των καταλήψεων και των αυτοοργανωμένων κοινωνικών χώρων εν γένει, να μπορέσουμε να μιλήσουμε για τα σύγχρονα πρόβληματα των πόλεων που φαίνεται να μας ξεπερνούν: την ατομική ακινησία, την επιδημία της μοναξιάς, την πολιτική αποδυνάμωση, την περιβαλλοντική υποβάθμιση, την εμπορευματοποίηση των πόλεων και των γειτονιών.

Παράλληλα, στο εξωτερικό παρατηρούμε τις περιπτώσεις εκείνες όπου, μακροχρόνια κατειλημμένα εδάφη, κερδίζουν νομικά τον αγώνα διεκδίκησής τους από το κράτος και το κεφάλαιο. Προσφάτως μάθαμε πως το Παρίσι θεσμοθέτησε την προσωρινή κατάληψη και χρήση εγκαταλελειμμένων χώρων. Συγκεκριμένα, διαβάζουμε πως: «μεγάλες εταιρείες διαχείρισης ακινήτων συνυπέγραψαν μία συμφωνία έγκρισης της προσωρινής κατάληψης χώρων και κτηρίων, σε αναμονή αναπαλαίωσης και επανάχρησης. Η συμφωνία αποτελεί το προϊόν της 5ετούς πίεσης ενός σημαντικού αριθμού συλλόγων, συνεταιρισμών και συλλογικοτήτων. Το πρώτο «πείραμα» σε αυτή την κατεύθυνση πραγματοποιήθηκε πριν από 5 χρόνια με την κατάληψη ενός εγκαταλελειμμένου νοσοκομείου στο κέντρο της πόλης, το οποίο μετασχηματίστηκε στο ουτοπικό χωριό Le Grands Voisins που φιλοξενεί ως σήμερα 140 συλλογικότητες».

Αντίστοιχο ενδιαφέρον έχει το νομικό πλαίσιο που ισχύει για την κατάληψη εδαφών ή ακινήτων και σε άλλες χώρες όπως η Ιταλία και η Γερμανία (όπου πολλές περιπτώσεις καταλήψεων εκεί το χρησιμοποιούν για να νομιμοποιήσουν τα εδάφη τους) αλλά να δούμε και το τι αντίστοιχα ισχύει στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, πολλοί-ές γνωρίζουμε για τον νόμο περί χρησικτησίας -το δικαίωμα αυτό κατά το οποίο από κάποια χρόνια και μετά σου αναγνωρίζονται επίσημοι τίτλοι ιδιοκτησίας πάνω στη γη ή στο ακίνητο που έχεις καταλάβει. Αυτό το μέτρο χρησιμοποιείται εδώ και εκατοντάδες χρόνια παγκοσμίως με στόχο πολλές φορές την καταπολέμηση της φτώχειας και της ανέχειας, ιδίως σε αγροτικές περιοχές της Λατινικής Αμερικής, όπου αγρότες χωρίς γη καταλαμβάνουν εδάφη και δημιουργούν τις λεγόμενες «καταλήψεις παραγωγής».

Χωρίς να αγιοποιούμε το οποιοδήποτε νομικό μέτρο ή παράθυρο του Κράτους, ίσως είναι ο καιρός να ανοίξει ένας τέτοιος διάλογος έπειτα από σαράντα και πλέον χρόνια ελληνικών καταλήψεων, ώστε να φανούν οι προοπτικές και τα όρια του να κατέχεις ένα κατειλημμένο έδαφος. Γνωρίζουμε εξάλλου πως τα κράτη δεν θεσμοθετούν με την πρόθεση να βοηθήσουν τον απλό άνθρωπο ή πολίτη. Αντιθέτως, αν είναι να θεσμοθετήσουν κάτι προς όφελος των πολλών και των κοινοτήτων αυτό θα είναι χάριν της συνεχιζόμενης και στοχευμένης πίεσης που τους ασκείται.

Στον ελλαδικό χώρο, λοιπόν, βρισκόμαστε σε ένα εμβρυακό στάδιο ως προς αυτή την εμπειρία και δεν έχουμε δει να τίθεται σε εφαρμογή ούτε η χρησικτησία ούτε κάποιο άλλο παρόμοιο μέτρο σε περίπτωση πολιτικής κατάληψης. Συχνότερα, ίσως, να έχουμε ακούσει την εκτίμηση ότι νομιμοποιώντας έναν χώρο παύει αυτός να είναι και ριζοσπαστικός. Είναι όμως αρκετό το καθεστώς ιδιοκτησίας και χρήσης ενός κτηρίου ώστε να το μετατρέπει αυτομάτως και από μόνο του από ριζοσπαστικό σε ρεφορμιστικό; Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, δεν θα είχαμε παρά να «αποφανθούμε» ότι τα αυτοδιαχειριζόμενα κοινωνικά κέντρα ή στέκια που πληρώνουν ενοίκιο είναι εκ φύσεως συστημικά ενώ μία κατάληψη όχι. Η ριζοσπαστικότητα και η καθαρότητα είναι δύο διαφορετικά πράγματα· θέλουμε να διακινδυνέψουμε να χάσουμε χώρους ριζοσπαστικότητας για μια πάντα ανέφικτη ιδέα καθαρότητας;

Ας έρθουμε όμως στο σημείο του να εξερευνήσουμε τις αιτίες που μας οδηγούν να καταλάβουμε ένα έδαφος. Τι σημαίνει η κατάληψή του, τι θέλουμε να κάνουμε και να πετύχουμε μέσα από αυτήν; Γιατί όταν γίνεται σαφής ο στόχος γίνεται ευκολότερος και ο δρόμος προς αυτόν. Βλέπουμε πως κάποιες καταλήψεις ορίζουν και προβάλλουν συγκεκριμένα αιτήματα και διεκδικήσεις, άλλες πάλι όχι. Ας αναρωτηθούμε ποια είναι τα όρια και οι προοπτικές αυτού του ιστορικού και πολύτιμου μέσου αγώνα, ειδικά μέσα στο σύγχρονο περιβάλλον της εντεινόμενης καταστολής και της γραφειοκρατικοποίησης της ζωής. Πώς μπορούν οι καταλήψεις να υπερβούν τον ρόλο που συχνά τους αποδίδεται ως «κλειστές νησίδες ελευθερίας» και να αφορούν ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια; Γιατί για εμάς, η πρώτη και σημαντικότατη νομιμοποίηση είναι η κοινωνική νομιμοποίηση και απεύθυνση. Κάποιες δράσεις εξωστρέφειας σίγουρα βοηθούν προς αυτό αλλά ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές; Αν κάναμε το πείραμα να σκεφτούμε τις καταλήψεις ως ελεύθερους δημόσιους χώρους, που εμπίπτουν στην κατηγορία των Κοινών Αγαθών, πώς θα άλλαζε ένας τέτοιος Κοινός Τόπος (είτε είναι κατειλημμένος είτε όχι) τη ζωή ολόκληρης της γειτονιάς και των ανθρώπων, αλλά και των ίδιων των καταληψιών; Σε κάθε περίπτωση είναι εξαιρετικά χρήσιμο να ειδωθεί ο αγώνας των κατειλημμένων χώρων σε συνάρτηση με το ευρύτερο δικαίωμα στην πόλη και την παραγωγή αυτόνομων τοπικών δομών αμεσοδημοκρατικής απόφασης. Τι κερδίζει, επομένως, ένας ή μία κάτοικος της περιοχής έχοντας κοντά του έναν τέτοιον χώρο; Ποιες είναι συνήθως οι εσωτερικές θεσμίσεις και οι κανονισμοί λειτουργίας που τον διέπουν; Είναι αρκετά σαφείς και κατά πόσο δεσμέυουν το άτομο;

Σε όλα αυτά τα ερωτήματα δεν θα θέλαμε να δώσουμε αυτάρεσκες και εύκολες απαντήσεις αλλά κρίνουμε πως θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο να διερωτηθούμε μαζί με ανθρώπους που εδώ και χρόνια συμμετέχουν σε τέτοια εγχειρήματα. Να βάλουμε κι εμείς το λιθαράκι μας στο άνοιγμα του κοινωνικού διαλόγου, σε μία περίοδο όπου η εξουσία μας πετάει και πάλι το γάντι με την κατασταλτική απειλή, αυτή τη φορά του δόγματος «νόμος και τάξη».


Από το ρεπορτάζ που έκανε το www.pressenza.com διαβάζουμε κάποια βασικά σημεία των υπόλοιπων τοποθετήσεων:

Σημεία από την αρχική τοποθέτηση του εκπροσώπου της κατάληψης της ΒΙΟΜΕ:
Αυτό που διαχωρίζει την κατάληψη είναι το περιεχόμενο που δίνει κανείς. Δεν είδαμε το κράτος σήμερα ή και διαχρονικά να επιτίθεται σε άλλες καταλήψεις, στους αιγιαλούς, στα δάση. Εκεί όχι μόνο δεν επιτίθεται αλλά αντίθετα θεσμοθετεί ώστε το θέσφατο της ατομικής ιδιοκτησίας με κίνητρο το κέρδος να έχει κατάλληλο πλαίσιο. Η ΒΙΟΜΕ, όπως θα ξέρετε είναι το πρώτο εργοστάσιο στην Ελλάδα, χρεωοκοπημένο εργοστάσιο, που οι εργαζόμενοι μετά από πολλές σκέψεις και συζητήσεις αποφάσισαν να το καταλάβουν και να το διαχειριστούν μόνοι τους. Φτάσαμε εκεί μέσα από την όσμωση με τα κοινωνικά κινήματα στην Ελλάδα αλλά και με τα κινήματα της Λατινικής Αμερικής, όπου υπήρχαν παραδείγματα καταλήψεων εργασιακών χώρων. Από την πρώτη στιγμή είδαμε ότι αν δεν υπάρχει άμεση σχέση με την κοινωνία δεν μπορεί να κρατηθεί καμία κατάληψη.
Οι μεγαλύτερες συγκρούσεις με το κράτος γίνονται στα υπουργικά γραφεία, στις αίθουσες διακαστηρίων και είναι συγκρούσεις με όλο το νομικό πλαίσιο που προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ιδιοκτήτης στο εργοστάσιο, υπάρχει όμως αστική ιδιοκτησία, η διαδικασία πτώχευσης, που αφού έχει υπολογίσει την τιμή του κάθε πράγματος που υπάρχει μέσα και έξω από το εργοστάσιο, το οδεύει προς εκποίηση, με σκοπό την επανεπένδυση και την εκ νέου δημιουργία κέρδους. Αυτή τη διαδικασία προσπαθούμε να εμποδίσουμε με αυτή την κατάληψη, την ίδια στιγμή που προσφέρουμε εμπορεύματα φιλικά στο περιβάλλον, με ελαχιστοποίηση της τιμής ώστε να είναι προσιτά στις ελληνικές οικογένειες. Προς το παρόν αυτό φαίνεται να το πετυχαίνουμε. Όμως έχουμε άλλες δυσκολίες. Δεν έχουμε άδεια παραγωγής μέσα στο εργοστάσιο. Η κατάληψη έχει δυϊκό καθεστώς. Έξω από το εργοστάσιο νοικιάζουμε έναν χώρο και έχουμε ΑΦΜ, μπορούμε να πουλάμε, να έχουμε εργαζομένους με ένσημα.
Ζητάμε να μας παραχωρήσουν το χώρο του εργοστασίου έναντι των χρεών που έχει συσσωρεύσει η προηγούμενη ιδιωτική χρήση απέναντι στο δημόσιο (χρωστάει στην εφορία, στα δημόσια ταμεία, στο ΙΚΑ). Επίσης δεν θέλουμε να περιέλθει το εργοστάσιο ως ατομική ιδιοκτησία της ΒΙΟΜΕ, αλλά να είναι του δημοσίου, του συνόλου της κοινωνίας και να μπορούμε, με ένα μικρό αντίτιμο, να παράγουμε τα προϊόντα. Παρόλα αυτά βλέπουμε σήμερα ότι υπάρχει μια έλλειψη διεκδίκησης του κόσμου για το «κοινό».

Σημεία από την αρχική τοποθέτηση της συμμετέχουσας στην κατάληψη Πάτμου και Καραβία:

Στην κατάληψη Πάτμου και Καραβία είμαστε από το 1989. Μπήκαμε μετά από κάλεσμα των κατοίκων για να κρατήσουμε τον χώρο για πράσινο. Είχε γίνει αναγκαστική απαλλοτρίωση από τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων για να γίνει ο χώρος σχολείο, γιατί οι ανάγκες της περιοχής για σχολεία ήταν πολύ μεγάλες. Τον Απρίλιο του 89 έγινε η πρώτη κίνηση κατάληψης. Από τις πρώτες συνελεύσεις αποφασίσαμε ότι θα είναι ένα αυτοδιαχειριζόμενο εγχείρημα και έγιναν πολλές προσπάθειες να καταφέρουμε αυτό τον χαρακτήρα.
Η κατάληψη είχε μεγάλη απήχηση στους κατοίκους της περιοχής, εκτός από τους συλλόγους γονέων και κηδεμόνων που ήθελαν σχολείο. Αφενός θέλαμε να μείνουν οι τελευταίοι χώροι πρασίνου σε μια περιοχή σαν τα Πατήσια, αφετέρου καταλαβαίναμε και την ανάγκη για σχολικές μονάδες. Χώροι υπήρχαν για να αξιοποιηθούν ως σχολικές μονάδες, αλλά δεν υπήρχε η πολιτική βούληση. Επίσης ο συγκεκριμένος χώρος δεν κάλυπτε τις προϋποθέσεις για σχολική μονάδα.
Μετά από δύο χρόνια αποφασίσαμε να καταλάβουμε ενδεικτικά άλλους δύο χώρους, για να χτιστούν εκεί σχολεία για τα παιδιά. Αυτό απέδωσε με την υποστήριξη των κατοίκων και καταφέραμε και χτίστηκαν δύο σχολεία στα Πατήσια. Αυτό μας έκανε να καταλάβουμε τις δυνατότητές μας. ‘Ετσι επεκτείναμε τη δράση μας στην κατάληψη Δρακόπουλου (σημερινού χώρου πρασίνου), στου Φιξ και όπου μπορούσαμε να παρέμβουμε.
Η κατάληψη πέρασε διάφορες διαδικασίες, πολύ μεγάλες σε συμμετοχή και δράσεις στιγμές αλλά και ύφεσης, απώλειες δικών μας ανθρώπων, διαμάχες, όλα όσα συμβαίνουν σε μια οικογένεια γιατί αυτό είναι μια κατάληψη ουσιαστικά, είναι μια οικογένεια. Έχουμε δεχθεί και επιθέσεις από φασίστες. Πρόσφατα δεχθήκαμε ένα ειδοποιητήριο από τον ΟΣΚ που θυμήθηκε μετά από 30 χρόνια να μας πει ότι επιθυμεί να αξιοποιήσει το κτίριο. Αυτό λειτούργησε συσπειρωτικά, παρά το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή δεν έχουμε ρεύμα.
Θα ήθελα να προτείνω να βάζουμε οράματα στη λέξη κατάληψη, περιεχόμενα που να γνωστοποιούνται στους κατοίκους και να τους κάνουν να μην φοβούνται και να τις αγκαλιάζουν.

Το μέλος από την κατάληψη Rosa Nera, στα Χανιά, είπε μεταξύ άλλων:

Το εγχείρημα της Rosa Nera ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2004. Προϋπήρχε το αναρχικό στέκι Χανίων και η νεολαία με αντικουλτούρα στην πόλη γκράφιτι, πανκ, σκέιτ κόμικς και ενώθηκαν οι δύο ομάδες στη Rosa Nera. Αρχικά είχε ένα κοινόβιο 40-50 ατόμων και πέρασε χαοτικός χρόνος μέχρι να βρεθεί κοινή γλώσσα. Σήμερα η κατάληψη λειτουργεί σε τρία επίπεδα: Α) η πολιτική ομάδα Rosa Nera, κυρίως ενασχόληση με ζητήματα ευρύτερης κοινωνίας, παρέμβαση στην πόλη, παραγωγή λόγου, παρουσία στο δημόσιο χώρο και συνεργασίες με άλλες ομάδες. Β) το κοινωνικό κέντρο που βρίσκεται σε περίοπτη θέση στα Χανιά, κέντρο συζητήσεων, πολιτικών ή πολιτιστικών θεμάτων, μπαρ, χαριστικό παζάρι, βιβλιοθήκη, χώρος για πιτσιρίκια, προβολές, κανονικά εβδομαδιαίο πρόγραμμα και έξτρα εκδηλώσεις. Γ) το στεγαστικό, άνθρωποι που έμεναν και μένουν για μεγαλύτερα ή μικρότερα διαστήματα, άλλοτε είναι ένα είδους πυρηνικού κομμουνισμού, άλλοτε απλά φιλοξενεί ανθρώπους. Σε αυτά υπάρχει ένα ακόμα ξεχωριστό κομμάτι, η δομή φιλοξενίας, περισσότερο προνοιακού χαρακτήρα, όπου έχουν φιλοξενηθεί μετανάστες, ταξιδιώτες, άνθρωποι που μπορεί να μην συμμετέχουν ή να μην ασπάζονται την υπόλοιπη λειτουργία της Rosa Nera.
Λόγω αυτών των επιπέδων δράσεων η κατάληψη έχει αναγνωρισιμότητα από την κοινωνία, ο κόσμος την ξέρει, ο χώρος και οι εκδηλώσεις που φιλοξενούνται βοηθούν στο να είναι κοινωνική αναφορά. Εδώ και δύο χρόνια τυπικά έχει δοθεί το κτήριο σε ιδιώτη να το κάνει ξενοδοχείο και έχει εισπράξει την κοινωνική κατακραυγή καθώς προλάβαμε να ανοίξουμε τη συζήτηση στην πόλη. Στο δημόσιο λόγο ένα μέρος είναι υπέρ της κατάληψης, ένα άλλο μέρος απλά λέει όχι στην περαιτέρω τουριστικοποίηση στα Χανιά, χωρίς να είναι απαραίτητα υπέρ της κατάληψης.

Στη συνέχεια ο εκπρόσωπος της Rosa Nera έθεσε προς προβληματισμό 4 θέματα: 1) ποια είναι η αξία μιας κατάληψης, 2) ποια είναι τα όρια και οι προοπτικές της, 3) αν μπορούν να υπερβούν το ρόλο τους ως κλειστές νησίδες ελευθερίας, 4) αν μπορούν να κοινωνικοποιηθούν στην ουσία τους.

Ακολούθησε συζήτηση.