Η εκλογική ΑΠΟΧΗ στο προσκήνιο: Εισήγηση & Ηχητικό από την εκδήλωση
Την Πέμπτη 6 Απρίλη πήρε μέρος στον αυτοδιαχειριζόμενο χώρο TRISE (Κολοκοτρώνη 31, Σύνταγμα) συζήτηση για το θέμα της εκλογικής αποχής.
Μεγάλος αριθμός ατόμων εμφανίστηκε και συζήτησε σε κύκλο το θέμα της εκλογικής αποχής, το αίτημα της αναγνώρισής της και πολιτειακά παραδείγματα ως επόμενο βήμα.
Το κείμενο που διαβάστηκε ως εισήγηση από άτομο της συλλογικότητάς μας:
“Ξεκινώντας, θα υποστηρίξω πως οι εκλογές αποτελούν έναν ολιγαρχικό θεσμό του συστήματος που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την πολιτειακή πρόταση της άμεσης δημοκρατίας και αφορούν μονάχα σε τεχνικά αξιώματα. Οι εκλογές διαιωνίζουν την αντι-δημοκρατική κομματική εξουσία, στην οποία οι πολίτες δεν έχουν κανένα λόγο μετά την ψηφοφορία για όλα όσα τους αφορούν. Καμία απολύτως άμεση λαϊκή συμμετοχή στις αποφάσεις. Αντιθέτως, αναθέτουν τις δικές τους πολιτικές υποθέσεις στα χέρια άλλων.
Στα πλαίσια της σημερινής αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», ο ισχυρισμός ότι «αν οι εκλογές άλλαζαν κάτι, θα ήταν παράνομες» αποτελεί ίσως μία από τις πιο γλαφυρές περιγραφές της αυξανόμενης πολιτικής απογοήτευσης που αντικατοπτρίζεται, μεταξύ άλλων, και στην αύξηση των μη ψηφοφόρων. Οι διαχρονικά ματαιωμένες προσδοκίες από τη λογική της ανάθεσης καλλιεργούν ακολούθως και τον κυνισμό προς καθετί παραδοσιακά πολιτικό.
Σήμερα, έπειτα από ακόμη ένα 4ετές ξεγύμνωμα της εξουσίας, και με νωπές τις ψευδαισθήσεις της προηγούμενης αριστερής κυβερνησιμότητας, η γενικευμένη αγανάκτηση που οδήγησε τον κόσμο μαζικά στον δρόμο με το έγκλημα στα Τέμπη, φαίνεται πως είναι έτοιμη να σπάσει ένα νέο ρεκόρ άκυρου/αποχής. Οι εκλογές ξανάρχονται και έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε πως η αποχή θα είναι ξανά μαζική. Αυτή νικά εξάλλου σε κάθε εκλογική αναμέτρηση.
Ας μιλήσουμε λοιπόν για αυτή τη συνήθη «νικήτρια».
Η αύξηση της αποχής των τελευταίων ετών είναι αποκαλυπτική. Η σιωπή για το ζήτημα όμως είναι εξίσου αποκαλυπτική. Τα κόμματα από τα Αριστερά μέχρι τα Δεξιά επιχειρούν να κρύψουν το θέμα «κάτω από το χαλί». Στις εκλογές του 2019 η αποχή σκαρφάλωσε στο 42,1% – το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό αποχής της Μεταπολίτευσης, μετά το πρώτο στις εκλογές του 2015, όταν το 43,8% των εγγεγραμμένων απείχε της εκλογικής διαδικασίας.
Η κρίση της αντιπροσώπευσης βαθαίνει με σταθερό τρόπο τα τελευταία τουλάχιστον 15 χρόνια. Οι παγκόσμιες Πλατείες του ’11-’12 το ανέδειξαν αυτό με τον καλύτερο τρόπο απαιτώντας: «Όλοι έξω – Άμεση δημοκρατία τώρα!» Οι θιασώτες του σημερινού ολιγαρχικού συστήματος υποστηρίζουν –κακόβουλα, θα λέγαμε– ότι οι Πλατείες του ’11-’12 έβγαλαν κυβέρνηση τον Σύριζα και ανέδειξαν τη Χρυσή Αυγή. Η στατιστική όμως μας δείχνει (όπως φαίνεται στο παρακάτω σχεδιάγραμμα) πως ειδικότερα έπειτα από τις Πλατείες, και τα όσα επακολούθησαν, η αποχή στην Ελλάδα εκτοξεύτηκε. Δεν βρήκαμε ούτε μια ανάλυση, που να προτείνει έστω, ότι οι Πλατείες έπαιξαν κάποιο ρόλο σε αυτή τη στροφή – αντιθέτως πάμπολλες φορές ακούσαμε πως οι τελευταίες ευθύνονται για τον Σύριζα και την άκρα δεξιά.
Αυτή η επιλεκτική μνήμη συνεχίζεται όταν αποκρύπτεται το γεγονός πως ένα από τα βασικά ζητήματα που έθεσαν οι Πλατείες ήταν το πολιτειακό ζήτημα και η εναντίωση στην ιδέα της αντιπροσώπευσης/ανάθεσης. Δεν ξεχνούμε, λοιπόν, πως η αλλαγή του εκλογικού νόμου αποτελούσε συνηθισμένο θέμα διαβούλευσης στις συζητήσεις των παγκόσμιων Πλατειών του ’11-’12. Δεν ξεχνούμε πως το ζήτημα περί αναγνώρισης της αποχής πρωτοακούστηκε στο Occupy Wall Street με βασικό συμμετέχοντα τον αναρχικό κοινωνιολόγο Ντέιβιντ Γκρέμπερ. Συζητήθηκε από χιλιάδες ακτιβιστές παγκοσμίως. Θάφτηκε, έπειτα, από τις κομματικές νομενκλατούρες που επιχείρησαν να πολώσουν προεκλογικά το πολιτικό σκηνικό (στην Ελλάδα, το μερικό δίπολο «μνημόνιο/αντιμνημόνιο» με ευθύνη της Αριστεράς, επιχειρήθηκε να καλύψει οτιδήποτε άλλο). Το ζήτημα της αποχής ξαναβγαίνει, ωστόσο, στο φως ανά περιόδους επειδή η πραγματικότητα δεν μπορεί να το προσπεράσει παρά τον πόλεμο που ασκείται από υποψηφίους και από ψηφοφόρους.
Για πόσο καιρό ακόμη θα αγνοούμε ως κοινωνία τον ελέφαντα στο δωμάτιο; Είναι πια παρωχημένο να υποστηρίζει κανείς ότι ο κόσμος απλώς… βαριέται να ψηφίσει. Αν πιστέψουμε ότι όποιος απέχει κυρίως βαριέται να ψηφίσει ή είναι απαθής προς τις δημόσιες υποθέσεις τότε η μεγάλη αποχή θα ήταν ευλογία για κάθε κυβέρνηση που θα ένιωθε ότι έτσι δίνεται “λευκό χαρτί” στους πολιτικούς. Η αποχή όμως δεν είναι λευκή ψήφος, δεν δίνει λεύκη επιταγή ούτε συγχωροχάρτι. Αντιθέτως, άπαντες οι πολιτικοί γνωρίζουν καλά ότι η αποχή είναι απρόβλεπτη, ενέχει το στοιχείο της διαμαρτυρίας, της άρνησης, της απο-νομιμοποίησής τους – γι’ αυτό και δεν την επιθυμούν. Η αποχή αποτελεί τελικά μορφή πολιτικής άρνησης. Μορφή απόρριψης.
Δεν αποτελεί απλώς απάθεια. Πιστεύετε ότι οι απαθείς δεν ψηφίζουν; Λάθος. Γιατί, ενόσω μόνο η αποχή συνεχίζει να μην αναγνωρίζεται ως πολιτική στάση, οι ψήφοι αντίστοιχα απαθών ή μη-ενημερωμένων πολιτών που ρίχνουν ένα τυχαίο ψηφοδέλτιο στην κάλπη, ή αυτών που για λόγους πελατοκρατίας, διορισμού κτλ. ψηφίζουν, ή οι ψήφοι ομογενών (που εδώ και δεκαετίες δεν ζουν στη χώρα), καθώς και οι λεγόμενες τιμωρητικές ψήφοι «αντίδρασης», καταμετρώνται κανονικότατα επηρεάζοντας τις ζωές όλων μας – όχι πλέον ως απλή αντίδραση, αλλά ως κανονικό καθεστώς.
Ειδικότερα οι εκλογές αντιπροσώπων και το ισχύον εκλογικό σύστημα χαρακτηρίζονται από έναν θεσμικό παραλογισμό που οδηγεί σε πολλαπλή νόθευση της κοινωνικής βούλησης, η οποία μάλιστα δεν αφορά μόνο την ανάδειξη του πρώτου κόμματος, των κομμάτων που θα εισέλθουν στην Βουλή και των βουλευτών (βλ. το εκλογικό πριμ του πρώτου) αλλά και την ίδια τη διάταξη και τη διαφανή καταμέτρηση των πολιτικών δυνάμεων εντός της κοινωνίας.
Κι εφόσον η αποχή μένει αόρατη, σήμερα η δυσαρέσκεια δεν μπορεί να εκφραστεί εκλογικά με κανέναν άλλο τρόπο, ούτε με το λευκό. Δεν δίνεται καμία τέτοια δυνατότητα. Αποτέλεσμα, αρκετοί-ές να καταφεύγουν στις λεγόμενες τιμωρητικές ψήφους (σε μικρά ή ακόμη χειρότερα σε ακροδεξιά κόμματα που παρουσιάζονται με αντισυστημικό μανδύα).
Το περιεχόμενο όμως ενός ατομικού δικαιώματος, που υποτίθεται πως προστατεύεται από τη φιλελεύθερη πολιτική, δεν μπορεί να είναι μόνο η αποχή – η άρνηση δηλαδή συμμετοχής, γιατί η εξασφάλιση της πραγματικής του άσκησης απαιτεί και κάποια θετική ενέργεια εκ μέρους της πολιτείας. Χρειάζεται δηλαδή κάπως να καταγράφεται αυτή. Αναδεικνύεται εδώ επομένως η σημασία τού να αναγνωρίζεται ένας χώρος ελεύθερης ύπαρξης και δράσης των ατόμων απέναντι στην κρατική εξουσία.
Τι σημαίνει αναγνώριση της αποχής;
Σήμερα, το σύστημα επιλέγει να μην καταμετρά στο σύνολο των τελικών αποτελεσμάτων το ποσοστό της αποχής των εγγεγραμμένων εν δυνάμει ψηφοφόρων. Τι θα σήμαινε να γίνει ορατή η επιλογή αυτή;
1ον. Σημαίνει αρχικά να εμφανίζονται παντού τα πραγματικά ποσοστά των εκλογών, και μόνο αυτά. Η αποχή αποκτά έμπρακτο αποτύπωμα όταν περιλαμβάνεται η καταμέτρησή της στο συνολικό 100% των εκλογικών αποτελεσμάτων. Ενδεικτικά, δίνουμε ένα υποθετικό παράδειγμα για να έχουμε μία εικόνα: με την τελευταία αποχή που ξεπέρασε το 42%, αν η πρώτη εκλογική δύναμη πλασαριζόταν με ένα σημερινό πλαστό ποσοστό 33,1% σημαίνει ότι θα είχε λάβει στην πραγματικότητα μόλις το 18,5%, ενώ το δεύτερο κόμμα αντί του 23,7% θα έπαιρνε στην πραγματικότητα μόλις το 13,2%. Σε αυτά, αν συνυπολογίσουμε και τις κοινωνικές ομάδες που δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, όπως οι πρόσφυγες και οι ανήλικοι, τότε τα ποσοστά των κομμάτων κατρακυλούν ακόμη περισσότερο μπροστά στο κοινωνικό σώμα που πραγματικά ζει και κατοικεί σε αυτόν τον τόπο. Ποιος μπορεί, λοιπόν, να χαρακτηρίζεται σαν “αντιπρόσωπος του λαού”;
Το σύστημα επιλέγει να αποκρύπτει την επιλογή της ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ των πολιτών, οι οποίοι δεν συναινούν και δεν πηγαίνουν στις κάλπες. Η ανάγνωση όμως των πραγματικών ποσοστών αντιπροσώπευσης των κομμάτων στον κόσμο μπορεί να έχει άμεσα αποτελέσματα ως προς τη νομιμότητα του ίδιου του συστήματος και μπορεί να προκαλέσει μία συζήτηση περί κοινωνικής νομιμοποίησης των εκάστοτε κυβερνήσεων. Απαιτείται άμεσα η συνειδητοποίηση από όλη την κοινωνία ότι το σύστημα αυτό κυβερνά με οικτρές μειοψηφίες (πολύς κόσμος δεν έχει κατανοήσει έως σήμερα ότι το 100% των αποτελεσμάτων που βλέπει στα Μ.Μ.Ε. είναι μόνο επί των ψηφισάντων) και ότι οι άνθρωποι που βλέπουμε καθημερινά έξω στον δρόμο κατά βάση ΔΕΝ ψηφίζουν.
2ον. Αναγνώριση της αποχής σημαίνει το να δίνεται στην αποχή αξία ψήφου. Τα κόμματα δηλαδή να παίρνουν έδρες με βάση το εκλογικό σώμα, με βάση το σύνολο των εγγεγραμμένων, όχι μόνο τους ψηφίσαντες. Τα υπόλοιπα έδρανα; Μάλλον κενά, καθώς οι 300 έδρες που υπάρχουν για το σύνολο των ψηφοφόρων θα αφαιρούνται αναλογικά με το ποσοστό αποχής κάθε νομού.
Για να συνεχίσουμε σε αυτή τη συλλογιστική, είναι χρήσιμο να πούμε πως το 2011-2012 τα οριζόντια κινήματα των Πλατειών και το Occupy ήταν αυτά που πρότειναν προς διαβούλευση μέσα από τις συνελεύσεις τους το αίτημα για επίσημη καταμέτρηση της αποχής καθώς και τη διεκδίκηση του να μένουν είτε κενές οι βουλευτικές έδρες του κοινοβουλίου που αντιστοιχούσαν στην αποχή, είτε να συμπληρώνονται κληρωτά από τυχαίους πολίτες ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
3ον. Και εδώ ερχόμαστε στην τρίτη συνέπεια που αφορά την αναγνώριση της αποχής. Αυτή αφορά στην είσοδο σε «μη ψηφοφόρους μέσα στο κοινοβούλιο». Σε αυτή την πρόταση, περιγράφεται πως στα κόμματα δεν θα κατανέμονται πλέον οι έδρες τους σύμφωνα με τον αριθμό των έγκυρων ψήφων, αλλά σύμφωνα με το ποσοστό των ψηφοφόρων –που παρεμπιπτόντως αντικατοπτρίζει την πραγματική τους αντιστοιχία στον πληθυσμό– και άρα οι υπόλοιπες έδρες στο Κοινοβούλιο θα κατανέμονται σε ελεύθερους πολίτες σύμφωνα με το ποσοστό των μη ψηφοφόρων, οι οποίοι θα καθορίζονται έπειτα από κλήρωση από τον πληθυσμό – μία συμμετοχή δηλαδή τυχαίων πολιτών στη Βουλή ανάλογα με το ποσοστό των μη ψηφοφόρων.
Σε αυτή την περίπτωση είναι απαραίτητο να τεθεί το προβληματικό σημείο της πρότασης αυτής: ποια θα ήταν ακριβώς η δουλειά αυτών των τυχαίων πολιτών πέρα από το να συνεχίσουν γραφειοκρατικά το κοινοβουλευτικό έργο; Πέραν ίσως από τη μειωμένη διαφθορά τους ή τον αρχικό τους ενθουσιασμό οι άνθρωποι που θα κάθονταν εντέλει πάνω στα έδρανα της αποχής στη Βουλή θα συνέχιζαν μάλλον μοιρολατρικά να διαιωνίζουν το περιεχόμενο μιας ολιγαρχικής διακυβέρνησης. Παρότι υπάρχει και ρητά η ενθάρρυνση της συμμετοχής των πολιτών στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας, στο τελευταίο αναθεωρημένο άρθρο 73 του Συντάγματος, που προβλέπει το δικαίωμα και την κατάθεση προτάσεων νόμου στη Βουλή απευθείας από τους πολίτες, η όλη διαχείριση θα παρέμενε άκρως προβληματική και αντιφατική.
Επιπλέον, προτείνεται ανάλογα με το μέγεθος της αποχής, οι αντίστοιχες κρατικές βουλευτικές και κομματικές αμοιβές να δίνονται υποχρεωτικά σε οριζόντια, κοινοτιστικά και τοπικά εγχειρήματα για τη δημιουργία δομών και συνελεύσεων σε γειτονιές και δήμους.
4ον. Τέλος, μία αυτονόητη συνέπεια της αναγνώρισης της αποχής είναι πως από ένα σημείο και πέρα μια υπερβολικά υψηλή αποχή θα πρέπει να μετατρέπει αυτομάτως και συνταγματικά παράνομη τη διαδικασία των εκλογών. Η ύπαρξη ενός πλαφόν (π.χ. με άνω του 30 τοις εκατό αποχή να επαναλάμβανονται οι εκλογές) δεν ακούγεται παράλογη. Δεν ξέρουμε τι μπορεί να βγει από αυτό, λέμε απλώς ότι γίνεται και ότι είναι απαραίτητο να ανοίξει αυτή η κουβέντα. Σε περιπτώσεις όπως στις χώρες των Βαλκανίων, και όχι μόνο, τα ποσοστά της εκλογικής αποχής φτάνουν συστηματικά το 70%! Ταυτόχρονα, ο μέσος όρος συμμετοχής της Ευρώπης στις τελευταίες ευρωεκλογές ήταν μόλις 50,95%. Να σημειώσουμε εδώ πως, ακόμη και σε ένα σωματείο ή σύλλογο να συμμετάσχει κάποιος, θα δει ότι η διαδικασία απόφασης κρίνεται μη έγκυρη αν δεν υπάρχει η λεγόμενη «απαρτία», ή αλλιώς η συμμετοχή του 50+ ή των 2/3 του σώματος (fun fact: Στην αρχαία Αθηναϊκή δημοκρατία, αν δεν υπήρχε επαρκής αριθμός 6.000 πολιτών, το ελάχιστο όριο δηλαδή στην Εκκλησία του Δήμου, τότε η διαδικασία θεωρούνταν άκυρη. Εξ όσων γνωρίζουμε σήμερα, ούτε μία δεν ακυρώθηκε λόγω ελλιπούς απαρτίας, γιατί αποφάσιζαν πραγματικά, άρα συμμετείχαν).
Στις κοινωνικές επιστήμες, επίσης, όταν υπάρχουν τόσο υψηλά ποσοστά αποχής, τα ευρήματα δεν θεωρούνται ούτε ιδιαίτερα έγκυρα, ούτε ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικά. Δεν υπάρχουν νικητές όταν τα ποσοστά αποχής είναι υψηλά.
Αντιθέτως, σήμερα σε επίπεδο κράτους και αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» δεν υφίσταται κανένα τέτοιο κατώτατο όριο για την ελάχιστη απαραίτητη συμμετοχή των πολιτών. Δεν είναι αδιανόητο και αποκαλυπτικό για τη φύση της, ούτως ή άλλως ψεύτικης, «δημοκρατίας» τους το ότι δεν υπάρχει μία τέτοια νόρμα;
Με βάση τα παραπάνω, η κατοχυρωμένη θέση της αποχής ίσως θέσει τέλος στο διαδεδομένο επιχείρημα πως η… θολή αποχή στη σημερινή της μορφή –καθότι μη αναγνωρισμένη και αόρατη– δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να συντηρεί το εκάστοτε πρώτο κόμμα και το status quo. Αν κατέχει τη θέση της, κατέχει και το δικό της μερίδιο ευθύνης και συνεπειών.
Για όσες-όσους προβληματίζονται στο κατά πόσο μπορούν να υπάρξουν ποτέ τέτοιοι ανταγωνιστικοί νόμοι ως προς το υπάρχον καθεστώς, χρειάζεται να εμπεδωθεί το πώς περνούν και ψηφίζονται οι νόμοι γενικώς. Υποστηρίζω εδώ πως οι κρατικοί νόμοι ψηφίζονται και διαμορφώνονται λόγω κοινωνικής πίεσης ούτως ή άλλως. Τίποτα δεν χαρίζεται ούτε δίνεται από ριζοσπαστικές κυβερνήσεις. Σχεδόν τα πάντα κρίνονται στον δρόμο και όχι επειδή συμφωνεί το καθεστώς μαζί τους (βλ. από παλιά την κατοχύρωση του 8ώρου μέχρι και αναρίθμητες άλλες ιστορικές αλλαγές). Ας συμφωνήσουμε ότι τους νόμους τους «ανέχεται» από τη μία το καθεστώς και από την άλλη το κοινωνικό σώμα. Αν ήταν να ταυτίζεται ακριβώς μαζί τους κάποιο καθεστώς, τότε θα περνούσε πολύ διαφορετικούς και σκληρούς νόμους. Έτσι και η ανάδειξη της αποχής αν είναι να δειχθεί ποτέ πολιτειακά, θα συμβεί μόνο και έπειτα από μεγάλη πίεση του κοινωνικού σώματος και διεκδίκηση, όχι επειδή θα συμφωνήσει κάποιο καθεστώς, καθώς δεν συμφέρει τη σταθερότητα καμίας κυβέρνησης κάτι τέτοιο. Απλώς «δεν θα μπορεί», ας πούμε, να κάνει αλλιώς.
Σκεφτόμενοι-ες αυτά, βλέπουμε πως ένας λόγος των από-τα-κάτω χρειάζεται να θέσει στη βάση του αυτά τα ζητήματα. Η ανάδειξή τους μπορεί να δώσει έναν άλλο, πιο ουσιαστικό και πολιτικό, χαρακτήρα στην επιλογή της αποχής και να τοποθετήσει παράλληλα στο επίκεντρο του προβλήματος το διαρκές αμεσοδημοκρατικό και αντιεξουσιαστικό ερώτημα του «ποιος αποφασίζει τελικά;»
Είναι γνωστό τοις πάσι πως η άσκηση της σημερινής πολιτικής γίνεται κατά κόρον με όρους επαγγελματικής αποκατάστασης, για την εξασφάλιση και καριέρα των εκάστοτε υποψηφίων, που το τελευταίο που τους νοιάζει είναι μία πολιτική αλλαγή (βλ. τον τεράστιο αριθμό υποψήφιων δημοτικών συμβούλων). Είναι καιρός να αποφασίσουμε πως κανένα επιθυμητό κοινωνικό σύστημα δεν μπορεί να στηρίζεται σε αισθήματα πίστης και υπόσχεσης, σε λόγια δίχως μνήμη και ευθύνη. Αντ’ αυτού, συνεχίζουμε να παλεύουμε για έναν κόσμο ελεύθερων συμβουλίων και λαϊκών συνελεύσεων πέρα από κράτος και καπιταλισμό, για έναν κόσμο αυτεξούσιων ατόμων που είναι λέκτορες των λέξεων και πράττοντες των πράξεων με δικαίωμα όλων στην άμεση συμμετοχή στις αποφάσεις.
Η αναγνώριση της αποχής, και τα θέματα που συνακόλουθα ανοίγει, είναι μονάχα μια στιγμή αυτού του πολιτικού αγώνα.
Οι εκλογές πλησιάζουν. Αντί να κυνηγούν οι παρατρεχάμενοι της Αριστεράς τα λιγοστά ψηφαλάκια, ας ανοίξουν το ζήτημα της αποχής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πολιτική τους καριέρα. Να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αντιπροσώπευσης αντί να το καλύπτουν. Αναγνώριση επίσημη της εκλογικής αποχής σημαίνει όπως είδαμε πολύ συγκεκριμένα πράγματα με συγκεκριμένες επιπτώσεις. Όχι γενικά μία «εσάνς» δυσαρέσκειας στη στατιστική. Βεβαίως, δεν περιμένουμε να το κάνουν αυτοί, αλλά θα το ανοίξουμε το ζήτημα όλες/όλοι εμείς – όπως λέει ο Ζακ Ρανσιέρ, θυμίζοντάς μας την εξεγερμένη Γαλλία: ΕΜΕΙΣ, οι δίχως κάποιο ιδιαίτερο τίτλο πολίτες.”
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΗΧΗΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ: